presente. copretérito. pretérito. futuro continuo. futuro simple.
κοιτάζω κοίταζα κοίταξα θα κοιτάζω θα κοιτάξω
κοιτάζεις κοίταζες κοίταξες θα κοιτάζεις θα κοιτάξεις
κοιτάζει κοίταζε κοίταξε θα κοιτάζει θα κοιτάξει
κοιτάζουμε κοιτάζαμε κοιτάξαμε θα κοιτάζουμε θα κοιτάξουμε
κοιτάζετε κοιτάζατε κοιτάξατε θα κοιτάζετε θα κοιτάξετε
κοιτάζουν κοίταζαν κοίταξαν θα κοιτάζουν θα κοιτάξουν
antepresente. antecopreterito. antefuturo.
έχω κοιτάξει είχα κοιτάξει θα έχω κοιτάξει
έχεις κοιτάξει είχες κοιτάξει θα έχεις κοιτάξει
έχει κοιτάξει είχε κοιτάξει θα έχει κοιτάξει
έχουμε κοιτάξει είχαμε κοιτάξει θα έχουμε κοιτάξει
έχετε κοιτάξει είχατε κοιτάξει θα έχετε κοιτάξει
έχουν κοιτάξει είχαν κοιτάξει θα έχουν κοιτάξει
imperativo. s. pl.
continuo. κοίτα / κοίταζε / κοίταγε κοιτάζετε / κοιτάτε
simple. κοίταξε / κοίτα κοιτάξτε / κοιτάχτε
No hay comentarios:
Publicar un comentario