presente. | copretérito. | pretérito. | futuro continuo. | futuro simple. |
γελάω / γελώ | γελούσα / γέλαγα | γέλασα | θα γελάω / γελώ | θα γελάσω |
γελάς | γελούσες / γέλαγες | γέλασες | θα γελάς | θα γελάσεις |
γελάει / γελά | γελούσε / γέλαγε | γέλασε | θα γελάει / γελά | θα γελάσει |
γελάμε / γελούμε | γελούσαμε / γελάγαμε | γελάσαμε | θα γελάμε / γελούμε | θα γελάσουμε |
γελάτε | γελούσατε / γελάγατε | γελάσατε | θα γελάτε | θα γελάσετε |
γελάν(ε) / γελούν(ε) | γελούσαν(ε) / γέλαγαν / γελάγανε | γέλασαν / γελάσαν(ε) | θα γελάν(ε) / γελούν(ε) | θα γελάσουν(ε) |
antepresente. antecopreterito. antefuturo.
έχω γελάσει είχα γελάσει θα έχω γελάσει
έχεις γελάσει είχες γελάσει θα έχεις γελάσει
έχει γελάσει είχε γελάσει θα έχει γελάσει
έχουμε γελάσει είχαμε γελάσει θα έχουμε γελάσει
έχετε γελάσει είχατε γελάσει θα έχετε κλάψει
έχουν γελάσει είχαν γελάσει θα έχουν κλάψει
Subjuntivo
continuo. simple.
να κλαίω να κλάψω
να κλαίς να κλάψεις
να κλαίει να κλάψει
να κλαίμε να κλάψούμε
να κλαίτε να κλάψετε
να κλαίν να κλάψουν
imperativo. s. pl.
continuo. κλαίγε κλαίγετε
simple. κλάψε κλάψτε